- συναπελέγχεται
- σύν-ἀπελέγχωconuictpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπελέγχω — Α εξελέγχω συγχρόνως («τῆς πονηρίας φωραθείσης καὶ τὰ λοιπὰ συναπελέγχεται», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπελέγχω «επικρίνω, καταδικάζω»] … Dictionary of Greek